χανά

χανά
Α
(κατά τον Ησύχ.) «κόσμησις».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χᾶνα — χάν goose masc acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χάνα, Μάρκος - Αλόντσο — (Hauna, 1837 1904). Αμερικανός πολιτικός και μεγαλοεπιχειρηματίας. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Κλίβελαντ και μετά ασχολήθηκε με εμπορικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις. Έγινε μάλιστα ιδιοκτήτης ολόκληρου στόλου πλοίων των λιμνών, τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • ἰχανᾷ — ἰ̱χανᾷ , ἰχανάω crave pres subj mp 2nd sg ἰ̱χανᾷ , ἰχανάω crave pres ind mp 2nd sg (epic) ἰ̱χανᾷ , ἰχανάω crave pres subj act 3rd sg ἰ̱χανᾷ , ἰχανάω crave pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχανά — μᾱχανά̱ , μηχανή contrivance fem nom/voc/acc dual (doric) μᾱχανά̱ , μηχανή contrivance fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • махина — громадина , первонач. машина (Ломоносов), начиная с Петра I; см. Смирнов 191. Возм., через польск. machina из лат. machina от греч. дор. μΒ̄χανά̄, атт. μηχανή орудие, приспособление ; см. Преобр. I, 517 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ARCUS — I. ARCUS Urbs Baeticae Hispaniae, vide Arcensium colonia. II. ARCUS apud Corippum de Consulatu Iustini Iun. initiô l. 4. Iam vicina dies spectandi Consulis omnes Urgebat turmas arcus statione replere, Et loca, quae populis Praesectus deputat… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Άλεν, Γούντι — (Woody Allen, Νέα Υόρκη 1935 –). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός, εβραϊκής καταγωγής. Γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης το 1935 και το πραγματικό του όνομα είναι Άλεν Στιούαρτ Κόνιγκσμπεργκ (Allen Stewart Konigsberg).… …   Dictionary of Greek

  • Γουίστ, Νταϊάν — (Dianne Wiest, Κάνσας 1948 –). Αμερικανίδα ηθοποιός του κινηματογράφου. Σπούδασε μπαλέτο στη Νέα Υόρκη και οι πρώτοι ρόλοι της στον κινηματογράφο ήταν σχετικοί με τον χορό. Ο σκηνοθέτης Γούντι Άλεν ήταν αυτός που την ανέδειξε και την έβαλε να… …   Dictionary of Greek

  • Κέιν, Μάικλ — (Michael Caine, Αγγλία 1933 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Βρετανού ηθοποιού Μορίς Τζόζεφ Μαϊκλγουάιτ (Maurice Joseph Micklewhite). Ο Κ. άλλαξε το επίθετό του όταν είδε το κλασικό φιλμ Ανταρσία του Κέιν, το 1954. Ταλαντούχος, με χαρακτηριστική… …   Dictionary of Greek

  • λεπτόνια — Ομάδα ελαφρών στοιχειωδών σωματιδίων υψηλών ενεργειών, των οποίων η μάζα κυμαίνεται μεταξύ 0 και 100 ΜeV (γενικότερα, τα στοιχειώδη σωμάτια χωρίζονται, ανάλογα με τη μάζα τους, σε τέσσερις κατηγορίες: στα φωτόνια, στα λ., στα μεσόνια και στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”